στηθοκοπιέμαι

στηθοκοπιέμαι
χτυπώ το στήθος μου από την απόγνωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στηθοκοπιέμαι — Ν βλ. στηθοκοπούμαι …   Dictionary of Greek

  • δερνοκοπιέμαι — κόπτομαι, θρηνώ, χτυπώ τα στήθια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρνω + κοπιέμαι < κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. στηθοκοπιέμαι)] …   Dictionary of Greek

  • στηθοδέρνομαι — Ν θρηνώ και χτυπώ το στήθος μου, στηθοκοπιέμαι («εστηθοδάρθηκεν ομπρός, κι αποκείς αρχινίζει», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • στηθοκοπούμαι — και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, έομαι, Ν χτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κοπούμαι / κοπιέμαι (< κόπος*), πρβλ. ξυλο κοπούμαι] …   Dictionary of Greek

  • στηθοχτυπιέμαι — και στηθοχτυπιούμαι, έομαι, Ν στηθοκοπιέμαι …   Dictionary of Greek

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”